- σωματότυπος
- ο, Νανθρωπολ. το σχήμα και η μορφή τού σώματος κατά την ταξινόμηση τών ανθρώπινων σωματικών τύπων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somatotype < σώμα, σώματος + τύπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Εσκιμώοι — Πληθυσμός αρχαίας προέλευσης, ο οποίος σήμερα είναι εγκατεστημένος σε διάφορες περιοχές, από τη Γροιλανδία μέχρι τη βορειοανατολική Σιβηρία. Οι ομάδες της αμερικανικής ηπείρου αλληλοχαρακτηρίζονται με την ονομασία Ινουίτ, που σημαίνει άνθρωποι. Η … Dictionary of Greek